Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ, ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΠΡΩΤΟΣΤΑΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟ ΚΑΡΔΙΟΚΑΤΑΚΤΗΤΗ (ΣΠΟΚ)


Γεια σου Γιάνη, Εμείς που Επιβιώσαμε του Αρμαγεδδώνα σε Χαιρετούμε με Αγάπη





Αδελφέ μου Γιάνη, νιώθω να σε γνωρίζω χρόνια. Μοιάζεις βγαλμένος από τις ιστορίες των παιδικών μας χρόνων, τότε που κάτω από τα σεντόνια διάβαζαμε τρώγωντας ψωμί και τυρί με το φως του φαναριού με το γκάζι – lux το λέγαμε στην Κύπρο. Μοιάζεις σαν εκείνους τους ημίθεους της παράδοσης μας που διάλεγαν πάντα το δύσβατο δρόμο της Αρετής από τον εύκολο δρόμο της Κακίας.

Δεν μπορώ να προσποιηθώ ότι μπορώ να κατανοήσω όσα ζεις και όσα περνάς, πώς είναι στους ώμους σου να μεταφέρεις το βάρος και τις προσδοκίες ενός ολόκληρου λαού σε κάθε σου συνάντηση με τους αιμοδιψείς μας «εταίρους». Δεν μπορώ να αισθανθώ την πικρία και τον πόνο της γνώσης ότι οι χειρότεροι κριτές σου δεν είναι οι ξένοι αλλά οι ντόπιοι πράκτορες τους που μιλούν την ίδια γλώσσα με σένα.


Αδελφέ μου Γιάννη δεν έχω τις γνώσεις και την αντίληψη σου για την Οικονομία ούτε και την τριβή σου με τις θεωρίες παίγνιων στις οποίες έχεις εντρυφήσει. Γνωρίζω όμως αδελφέ μου τι θα πει Αρμαγεδδών διότι τον έζησα ως παιδί και τον απέυχομαι για κάθε άλλο άνθρωπο στον πλανήτη, πόσο μάλλον για εσένα και τα αδέλφια μου στη μητέρα πατρίδα.

Βλέπεις Γιάνη ανήκω στην τελευταία γεννιά των Ελλήνων του τόπου μου που επιβίωσε της μεγάλης προδοσίας της χούντας και των εδώ πρακτόρων της. Είμαι ένα από τα παιδιά της εισβολής. Στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων μου χρόνων αναγκάστηκα να προσφυγοποιηθώ από τον ίδιο μου τον τόπο. Το μικρό Wolkswagen της οικογένειας μου μπόρεσε να χωρέσει την μάνα μου, τη γιαγιά μου και τον μικρότερο μου αδελφό, εμένα και ένα πάπλωμα. Το πάπλωμα ήταν το μοναδικό αντικείμενο που διασώσαμε από το σπίτι μας στην κατεχόμενη σήμερα Λευκωσία.

Ο δικός μας Αρμαγεδδώνας περιλάμβανε πραγματική ενδεία και στερήσεις. Για πολλούς από εμάς το φαγητό στο τραπέζι δεν ήταν δεδομένο. Παιδιά σαν και μας επιβίωναν χάρη στο συσσίτιο του σχολείου με το καζάνι με το γάλα και τον διπυρίτη σκληρό σαν τούβλο. Τα ρούχα μας ήταν πάντοτε δωρεές που έρχονταν στίβες στο σχολείο και που διαλέγαμε από μέσα τι μας έκανε. Μετά το παραδίδαμε στα αδέλφια και τις αδελφές μας ώσπου να είναι τόσο φθαρμένο που να μην μπορεί να φορεθεί άλλο.

Ο δικός μας Αρμαγεδδώνας ήταν βουτηγμένος στη ψείρα. Ξέρεις Γιάνη, το μαλλι μας ήταν σαν το μαλλί σου σαράντα χρόνια πριν πολύ πριν το χάσουμε εμείς κι εσύ. Έτσι πολεμήσαμε τις ψείρες στην Κύπρο. Τα παπούτσια μας φτιάχνονταν με πρόκες στον τσαγκάρη της γειτονιάς. Η τυρόπιττα του συσσιτίου ήταν αιτία για γιορτή. Το ίδιο κι οι σοκολάτες που έφερναν οι συγγενείς με καλύτερες δουλειές.

Στον Αρμαγεδδώνα μας γνωρίσαμε τους μαυραγορίτες που πλούτιζαν από τον πόνο μας. Συμπατριώτες μας που νοικίαζαν κουτάλια και πιρούνια! Ναι το ζήσαμε κι αυτό. Χειρότεροι κι από το στρατό κατοχής, χειρότεροι κι απ’ τις ψείρες στο κεφάλι ήταν οι συμπατριώτες μας που αναζήτησαν το κέρδος στο αίμα και το δάκρυ μας. Οι απόγονοι τους οδήγησαν το λαό μας στα μνημόνια.

Κι όμως Γιάνη, μέσα στον Αρμαγεδδώνα των παιδικών μας χρόνων μας βάσταξαν οι προφορικές και γραπτες παραδόσεις του πολιτισμού μας. Ημίθεοι και ήρωες, Θεές και ηρωίδες της παράδοσης μας δεν μας άφησαν να χαθούμε ποτέ. Κάθε βράδυ, κάτω από τα σεντόνια και με το lux αναμμένο χανόμαστε στους κόσμους τους. Εκεί ο Θεμιστοκλής με το «πάταξον μεν άκουσον δε» εκεί και οι Σπαρτιάτισσες, ίδιες κι απαράλλακτες με τις πετρωμένες μας μανάδες να μας παραδίδουν τις ασπίδες. Εκεί τα πρώτα κόμικ με τις ιστορίες από τον πολιτισμό μας, εκεί τα πρώτα κλασσικά εικονογραφημένα, εκεί και ο συνομήλικος μας ο Γιώργος ο Θαλάσσης.

Και μέσα στον Αρμαγεδδώνα κάτι θαυμαστό συνέβη. Εμείς με τα πρησμένα πόδια και τα ξυρισμένα κεφάλια που μας έλεγαν αλήτες μεγαλώσαμε και αναστήσαμε ξανά τον τόπο μας πριν το ρίξουν ξανά στο βάραθρο οι απόγονοι των μαυραγορίτων, ο συρφετός εκείνος των δοσίλογων και των εμπόρων.

Τώρα αδελφέ μου Γιάνη πορεύεσαι κι εσύ προς τον Αρμαγεδδώνα, με το πρόσωπο καθαρό και το χαμόγελο που φωτίζει έναν λαό.

«Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο, μαθαίνοντες οἱ Ἄλλοι, σφοδρά ταράζονται. Καί φορές τρεῖς μέ τό μάτι ἀναμετρῶντας τό ἔχει τους, λάβανε τήν ἀπόφαση νά βγοῦν ἔξω σέ δρόμους καί σέ πλατεῖες, μέ τό μόνο πρᾶγμα πού τούς εἶχε ἀπομείνει: μιά πήχη φωτιά κάτω ἀπ’ τά σίδερα, μέ τίς μαῦρες κάνες καί τά δόντια τοῦ ἥλιου. Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε ἀνθός, δάκρυο ποτέ δέν βγαίνει. Καί θα χτυπήσουνε Γιάνη ὅπου νά ‘ναι, σφαλῶντας τά βλέφαρα μέ ἀπόγνωση. Καί ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τούς κυριεύει. Σάν νά μήν είναι ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλακέρη τή γῆ, γιά νά περάσει ἡ Ἄνοιξη παρά μονάχα αὐτός, καί τον έχουν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ’ ἀπ’ τήν ἄκρη τῆς ἀπελπισιᾶς, τή Γαλήνη πού μέλλουν νά γίνουν, οἱ νέοι μέ τά πρησμένα πόδια πού τούς έλεγαν ἀλῆτες, καί οἱ ἄντρες, καί οἱ γυναῖκες, καί οἱ λαβωμένοι μέ τόν ἐπίδεσμο καί τά δεκανίκια.
Καί θα περάσουν μέρες πολλές μέσα σέ λίγην ὥρα. Καί μπορεί και να θερίσουν πλῆθος τά θηρία, καί άλλους να μαζώξουν.» (1)


Γιάνη δεν ξέρω αν θα τα καταφέρεις να λυγίσεις με το χαμόγελο και τον Τρόπο σου την αναλγησία των Άλλων. Δε γνωρίζω αν θα μπορέσεις να προσφέρεις την Μέση Οδό στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Ακόμη κι αν αποτύχεις, ακόμη κι αν στο τέλος υποταχτείς μπροστά σε υπέρμετρους αντιπαλους θέλω να γνωρίζεις ότι καμία κριτική δε θα έχεις από εμάς που επιβιώσαμε τον Αρμαγεδδώνα. Ο άλλος μας αδελφός από τη Λατινική Αμερική μας δίδαξε το «Ζήσε και πολέμησε μιαν άλλη μερα...»

Υπάρχει όμως κάτι που γνωρίζω πέραν πάσης αμφιβολίας και μέσα από κάθε κύτταρο της μικρής μου ύπαρξης. Όποιοι και αν είναι, όσοι και αν είναι και όσο μεγάλος κι αν είναι ο Αρμαγεδδώνας που θα μας επιβάλουν, δεν μπορούν να γονατίσουν ένα λαό που έμαθε να διαβάζει την ιστορία του κάτω από τα σεντόνια της προσφυγιάς. Αυτό Γιάνη σου το υπογράφουμε εμείς που τον επιβιώσαμε.

Καλόν Αγώνα αδελφέ μου. Και αν έρθει ο Αρμαγεδδώνας μην ανησυχείς. Αρμαγεδδώνας είναι θα περάσει...

Με πολλήν αγάπη και εκτίμηση από τη σκλαβωμένη Κύπρο

Σόλων Αντάρτης~solon_antartis@yahoo.com
~~~~~~~~~~~~~

Σημείωση:

 Οδυσσέας Ελύτης «Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ανάγνωσμα Τρίτο: Η Μεγάλη Έξοδος»

«Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστική τά παιδιά καί λάβανε τήν ἀπόφαση, ἐπειδή τά κακά μαντάτα πλήθαιναν στήν πρωτεύουσα, νά βγοῦν ἔξω σέ δρόμους καί σέ πλατεῖες μέ τό μόνο πρᾶγμα πού τούς εἶχε ἀπομείνει: μιά παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ’ ἀνοιχτό πουκάμισο, μέ τίς μαῦρες τρίχες καί τό σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου είχε κράτος ἡ Ἄνοιξη.
Καί ἐπειδή σίμωνε ἡ μέρα πού τό Γένος εἶχε συνήθειο νά γιορτάζει τόν ἄλλο Σηκωμό, τή μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε γιά τήν Ἔξοδο. Καί νωρίς ἐβγήκανε καταμπροστά στόν ἥλιο, μέ πάνου ὡς κάτου ἁπλωμένη τήν ἀφοβιά σά σημαία, οἱ νέοι μέ τά πρησμένα πόδια πού τούς έλεγαν ἀλῆτες. Καί ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, καί γυναῖκες, καί λαβωμένοι μέ τόν ἐπίδεσμο καί τά δεκανίκια. Ὅπου έβλεπες ἄξαφνα στήν ὄψη τους τόσες χαρακιές, πού ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σέ λίγην ὥρα.
Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο, μαθαίνοντες οἱ Ἄλλοι, σφοδρά ταράχτηκαν. Καί φορές τρεῖς μέ τό μάτι ἀναμετρῶντας τό ἔχει τους, λάβανε τήν ἀπόφαση νά βγοῦν ἔξω σέ δρόμους καί σέ πλατεῖες, μέ τό μόνο πρᾶγμα πού τούς εἶχε ἀπομείνει: μιά πήχη φωτιά κάτω ἀπ’ τά σίδερα, μέ τίς μαῦρες κάνες καί τά δόντια τοῦ ἥλιου. Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε ἀνθός, δάκρυο ποτέ δέν ἔβγαλαν. Καί χτυπούσανε ὅπου νά ‘ναι, σφαλῶντας τά βλέφαρα μέ ἀπόγνωση. Καί ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τούς κυρίευε. Σάν νά μήν ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλακέρη τή γῆ, γιά νά περάσει ἡ Ἄνοιξη παρά μονάχα αὐτός, καί νά τόν εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ’ ἀπ’ τήν ἄκρη τῆς ἀπελπισιᾶς, τή Γαλήνη πού έμελλαν νά γίνουν, οἱ νέοι μέ τά πρησμένα πόδια πού τούς έλεγαν ἀλῆτες, καί οἱ ἄντρες, καί οἱ γυναῖκες, καί οἱ λαβωμένοι μέ τόν ἐπίδεσμο καί τά δεκανίκια.
Καί περάσανε μέρες πολλές μέσα σέ λίγην ὥρα. Καί θερίσανε πλῆθος τά θηρία, καί άλλους ἐμάζωξαν. Καί τήν άλλη μέρα ἐστήσανε στόν τοῖχο τριάντα.»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου