Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΕΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ


O ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΖΥΡΙΧΗΣ

 Μια προσωπική μαρτυρία.




Του Μιχαήλ Στυλιανού 

Το άρθρο του ιστορικού κ. Νίκου Παπαναστασίου στον «Φιλελεύθερο», που αναδημοσιεύθηκε στην Αθήνα, με την επέτειο της συμφωνίας Καραμανλή-Μεντερές στη Ζυρίχη, παρουσιάζει την στάση του Μακαρίου στην μοιραία εκείνη συνθηκολόγηση του ελληνισμού κατά τρόπο που αφίσταται των πραγματικών γεγονότων εκείνων των τραγικών ημερών και αδικεί την μνήμη του μέχρι τότε Εθνάρχη των Ελλήνων.


Στον αναγνώστη με άμεση γνώση των γεγονότων και των προσώπων στα οποία αναφέρεται ο συντάκτης γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι πηγή των πληροφοριών του είναι κάποια απομνημονεύματα και μεροληπτικές μαρτυρίες και ότι δεν φρόντισε να συμβουλευθεί από τους παρόντες στο Λονδίνο, στην κορύφωση της τραγωδίας, (διστάζω μπροστά στον βαρύ χαρακτηρισμό προδοσίας, που ορμά απαιτητικά προς την γλώσσα μου), αυτούς που αντιστάθηκαν μέχρι τέλους, τους Τάσο Παπαδόπουλο, Bάσσο Λυσαρίδη και Ζήνωνα Ρωσσίδη –ίσως και Κρανιδιώτη, από τα λεγόμενα τρίτων. 

Αποτελεί κατ’ αρχήν ριψοκίνδυνο άλμα ο ισχυρισμός του αρθρογράφου πως η τοποθέτηση του Καραμανλή ότι το Κυπριακό αποτελούσε «εθνική γάγγραινα» … που έπρεπε να θεραπευθεί «σε συνεννόηση με τους Τούρκους», είχε στηριχτεί στην δήλωση του Μακαρίου στην Μπάρμπαρα Κάσλ, τρεις μήνες νωρίτερα, ότι δέχεται ανεξαρτησία αντί ΄Ενωσης. 

Η θεώρηση του Κυπριακού ως «γάγγραινας», από τον Καραμανλή (αλλά και άλλους πολιτικούς της εποχής, προπάντων συμμάχους συμμάχων) ήταν κοινό πολιτικό –και διπλωματικό- μυστικό από την ανάφλεξη του ζητήματος και σε αυτήν ωφείλετο άλλωστε η επιλογή του από τον Βασιλέα Παύλο (Φρειδερίκη) για την διαδοχή του Παπάγου στην πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματος Εθνικού Συναγερμού -αντί των αντιπροέδρων Στεφανόπουλου και Κανελλόπουλου, φυσικών διαδόχων του Παπάγου. 

Οι θέσεις αυτές του Καραμανλή ήσαν γνωστές στους «συμμάχους» και έγιναν τελικά γνωστές και στον ελληνικό λαό, με την αποκάλυψη από την «Ελευθερία» του μυστικού «Μνημονίου» του Πιπινέλη, του αργότερα υπουργού εξωτερικών της Χούντας. 

Μετά την αρρώστια και τον θάνατο του Παπάγου, ο αγωνιζόμενος ελληνισμός της Κύπρου έμεινε ορφανός από κρατική υποστήριξη και το ορμητικό λαϊκό κίνημα αλληλεγγύης στην Ελλάδα καταπνίγηκε, με αστυνομική αγριότητα και νεκρούς στις τεράστιες διαδηλώσεις, νέων κυρίως, στους δρόμους της Αθήνας, από τον διαβόητο διοικητή της Ασφάλειας Ρακιντζή, με εντολές κυβέρνησης ή παρακράτους,. 

Εχθρική στην ουσία ήταν η στάση του ελλαδικού κράτους στο Κυπριακό. Μέχρι την εκλογή του Γεωργίου Παπανδρέου, που ως αντιπολίτευση είχε στηλιτεύσει τις συμφωνίες και ως πρωθυπουργός έστειλε την μεραρχία στην Κύπρο, απέρριψε τις πιέσεις του Τζόνσον με τις προτάσεις ΄Ατσεσον και ανετράπη, όπως μας είχε προβλέψει στο αεροπλάνο της επιστροφής από την Ουάσιγκτον. 

΄Αν δήλωσε ο Μακάριος στην βουλευτίνα του Εργατικού Κόμματος πως θα μπορούσε να δεχτεί ανεξαρτησία, ήταν πρώτον γιατί από την ελλαδική εξουσία δεν περίμενε πια καμιάν υποστήριξη και δεύτερον γιατί αναφερόταν σε πραγματική, όχι υπονομευμένη -με ωρολογιακό μηχανισμό- ανεξαρτησία. 

Μόνιμος ανταποκριτής της αθηναϊκής εφημερίδας «Ελευθερία» στο Λονδίνο, από της παραίτησής του από το BBC, μετά τον απαγχονισμό των αγωνιστών της ΕΟΚΑ Καραολή και Δημητρίου, ο γράφων έζησε και κατέγραψε από την βρετανική πρωτεύουσα την εξέλιξη του κυπριακού αγώνα, τις βρετανικές αντιδράσεις και τα σχέδια Χάρντινγκ, Ράντκλιφ και Φουτ για την κατάπνιξή του και υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας πολλών αποκρουστικών εικόνων της θυσίας του στο Λονδίνο, τις τραγικές ημέρες προς την ολοκλήρωση του ελλαδικού εγκλήματος της Ζυρίχης. 

Ιδού ολίγα μόνο «ενσταντανέ», για την επανόρθωση της αδικίας, επειδή η επιστροφή στην εμπειρία αποτελεί ισόβια πληγή, πηγήν οδύνης. Λεπτομερή εξιστόρηση οι επιθυμούντες ας αναζητήσουν στον αντίστοιχο τόμο της «Ελευθερίας» (αλλά και του «΄Εθνους» και των «Νέων» ακόμη), σε κάποια βιβλιοθήκη, εάν δεν έχουν παντού σκιστεί αυτές οι σελίδες. 

Μετά την άφιξη στο Λονδίνο των Καραμανλή, Αβέρωφ, Μπίτσιου και λοιπής διπλωματικής κουστωδίας από την Ζυρίχη αρχίζει ο αγωνιώδης πολυήμερος μαραθώνιος των Ελλαδο-κυπριακών διαπραγματεύσεων στην ελληνική Πρεσβεία. Οι Μεντερές, Ζορλού και λοιπή τουρκική αντιπροσωπεία, παρ΄ ολίγο να μην φθάσουν, κατόπιν ατυχήματος στην προσγείωση. Αλλά και εκεί η Κύπρος στάθηκε άτυχη. 

Αν ενθυμούμαι σωστά (μετά από 60 χρόνια σχεδόν και χωρίς σημειώσεις) και ο Μακάριος ήρθε από την Κύπρο με καθυστέρηση και οι συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) με την κυπριακή αντιπροσωπεία άρχισαν χωρίς αυτόν.

 Οι ΄Ελληνες ανταποκριτές, Σωτηριάδης (Βήμα-Νέα), Χατζηαργύρης (΄Εθνος και εφημερίδα της Κύπρου) και Στυλιανού (Ελευθερία), στημένοι έξω από την πόρτα της ελληνικής πρεσβείας, στην Upper Brook Street, όπου βρίσκονταν ήδη οι κυβερνώντες τις τύχες του έθνους, βλέπαμε τους Κυπρίους αντιπροσώπους να φθάνουν χαλαροί, χαμογελαστοί και αισιόδοξοι. 

Ακολουθούσε αναμονή, ορθοστασία μπροστά στην σκοτεινή κλειστή πόρτα και νευρική αδημονία, κάθε μέρα μακρύτερη. 
Επειδή αυτό επαναλήφθηκε επί περισσότερες μέρες. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες. Θυμάμαι μόνο τα πρόσωπα κατά την έξοδο. Την έκφραση των προσώπων που μιλούσε. Πρόσωπα σκοτεινά, πελιδνά, με χείλη σφιγμένα. 

Πρόσωπα με χαραγμένη την απογοήτευση, την απόγνωση. Αισθήματα που μου επιβεβαίωνε αργότερα ο διπλωματικός τότε σύμβουλος του Μακαρίου και διακεκριμένος νομικός Ζήνων Ρωσσίδης, κατόπιν πρεσβευτής στον ΟΗΕ ή στην Ουάσιγκτον, ο οποίος με τιμούσε με την εμπιστοσύνη και την φιλία του. Στο διάστημα αυτό οι ΄Αγγλοι είχαν ετοιμάσει το μέγαρο της διάσκεψης και περίμεναν, ανήσυχοι.

 Με την άφιξη του Μακαρίου, που κατέλυσε στο ξενοδοχείο Grosvenor στο Park Lane, όχι μακριά από την Πρεσβεία, οι μαραθώνιες συζητήσεις των δύο αντιπροσωπειών συνεχίζονταν σε γεύμα. 

Είχα γράψει τότε στην Ελευθερία ότι «παρατίθενται δηλητηριώδη γεύματα στον Μακάριο». Ο πρέσβης Γεώργιος Σεφεριάδης, με τον οποίο διασταυρώθηκα στην σκάλα της πρεσβείας την επομένη, μου παρατήρησε με πικρό υπομειδίαμα «ώστε δηλητηριώδη γεύματα παραθέτουμε στον Μακάριο, κύριε Στυλιανού;»  «Θεωρώ θαύμα ότι επιζεί, κ. Πρέσβη». Η στιχομυθία αναφέρεται σαν μια ένδειξη του ηλεκτρισμού στην ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών. 

Διότι αυτά που γράφει ο κ. Παπαναστασίου περί «αμφιταλαντεύσεων» του Μακαρίου κ.λ.π. δεν ανταποκρίνονται προς τα γεγονότα των οποίων ο γράφων υπήρξε μάρτυρας. 
Την τρίτη νομίζω ημέρα των «συσκέψεων» στην πρεσβεία, μερικοί της κυπριακής αντιπροσωπείας, σε ψυχική ταραχή κατά την έξοδό τους, δεν μπόρεσαν να κρατηθούν, μίλησαν.

 Είπαν πως ο Αβέρωφ έφτασε να τους απειλήσει, αν δεν δεχθούν την συμφωνία της Ζυρίχης. Με αιματοχυσία. «Το αίμα των θυμάτων θα είναι εφ’ υμών και επί των τέκνων υμών» τους είπε επί λέξει. Η φράση είναι έκτοτε χαραγμένη ανεξίτηλα στον εγκέφαλο του υπογράφοντος. 

Ο Μακάριος και η αντιπροσωπεία που είχε στείλει ανθίστατο σθεναρά. Με ελάσσονα στόχο -όπως κρίνω- τουλάχιστον την απάλειψη των υπονομευτικών διατάξεων της συμφωνίας. Η ένταση είχε κορυφωθεί σε σημείο όξυνσης, στα όρια σύγκρουσης, στην οποία η κυπριακή πλευρά δεν μπορούσε να φτάσει με την «Μητέρα Πατρίδα». 

Οι Βρετανοί ήσαν ανήσυχοι, αδημονούσαν. Ο Μπίτσιος (Δημήτρης, νομίζω) του υπουργείου Εξωτερικών και των Ανακτόρων, συντάκτης αργότερα των πολύκροτων βασιλικών επιστολών προς τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, είχε αρχίσει παρασκηνιακή δράση διάβρωσης της κυπριακής αντιπροσωπείας. 

Σε κάποια φάση «ανασύνταξης», επήγα να επισκεφθώ τον Εθνάρχη στο Ντόρτσεστερ. Θα ήταν γύρω στις 11 π.μ., Τον είδα από μακριά, με τον γαλάζιο χιτώνα που φορούν οι ιεράρχες στην κατοικία τους, ευθυτενή, γαλήνιο, επιβλητικό, ακτινοβόλο. Με σταμάτησε στον διάδρομο ένας Κύπριος νέος που γνώριζα από τα γραφεία της Εθναρχίας: «Που πας», με ρώτησε αναστατωμένος. 

«Μόλις του τηλεφώνησε η βασίλισσα. Οι τηλεφωνήτριες ξετρελάθηκαν…» -Ποια βασίλισσα, η Ελισάβετ; - Βρε ποια Ελισάβετ..Η Φρειδερίκη! Έκανα αμέσως μεταβολή και έτρεξα στο τέλεξ του τηλεγραφείου. Η «Ελευθερία» είχε την αποκλειστικότητα της είδησης ότι και η βασίλισσα Φρειδερίκη είχε προστεθεί στην μέγγενη των πιέσεων στον Μακάριο να υπογράψει. 

Στην Βουλή έγιναν επεισόδια, συγκρούσεις με πέταγμα αντικειμένων. Την επομένη το δημοσίευε η Γκάρντιαν. Βήμα, Νέα και ΄Εθνος το έγραψαν την μεθεπομένη. Δεν υπήρξε διάψευση. 
΄Αλλο στοιχείο ανατροπής του ισχυρισμού περί «αμφιταλαντεύσεων» του Μακαρίου ενώπιον της «Ζυρίχης»: 

Αναζητώντας ακλόνητο έρεισμα για την απόρριψη ή επαναδιαπραγμάτευση της Ζυρίχης, ο Μακάριος κάλεσε από την Κύπρο τα μέλη της Εθναρχίας, (άτυπου εθνικού συμβουλίου), στων οποίων την στήριξη υπολόγιζε. Τους είδα ένα απόγευμα συγκεντρωμένους (καμιά εικοσαριά) στο αίθριο του Κλάριτζες (ξενοδοχείου των εστεμμένων επισκεπτών), όπου έμενε η ελληνική αντιπροσωπεία. Έγινα εκεί μάρτυρας του αθλιέστερου θεάματος πολιτικού μαγειρέματος ή παζαριού, πριν την Αποστασία του 1965 στην Αθήνα. 

Μοναδική ελλαδική παρουσία στο αίθριο, ο πανταχού αίλουρος διπλωμάτης Μπίτσιος, περιέφερε το κάθισμά του από τραπέζι σε τραπέζι, διπλάρωνε πρόσωπα της Εθναρχίας που είχε επισημάνει ως «μαλακούς στόχους» και έσκυβε στο αυτί τους. 

Θυμάμαι ότι άρχισε από τον Δέρβη, τότε δήμαρχο της Λευκωσίας, σωματώδη με τριχωτό πρόσωπο -όπως μου φάνηκε- και ευχαριστημένο από όσα του έμελπε ο Μπίτσιος στο αυτί. ΄

Ηταν εξόφθαλμο ότι τις απειλές προς την αντιπροσωπεία είχαν διαδεχθεί οι υποσχέσεις και οι δελεασμοί προς τους Κύπριους προύχοντες, από τους οποίους ο Μακάριος περίμενε στήριξη. Και οι οποίοι βαθμιαία αυτομόλησα -πλην ελαχίστων. 

Μετά την πτώση της αυλαίας, ο αείμνηστος Ζήνων Ρωσίδης μου αφηγείτο: «Την νύκτα δεν εκοιμήθηκα. Με κατέτρωγε η στρωμνή, όπως τον Μωάμεθ την παραμονή της αλώσεως, κατά την ιστορική αφήγηση. Πρωί έτρεξα στον Μακάριο με την ιδέα της απελπισίας, μπροστά στο αδιέξοδο: Σήκω και φύγε. Μην δεις κανέναν, μην πεις τίποτα. Πάρε το αεροπλάνο και γύρνα στην Κύπρο!» 

Την επομένη, στο Λάνκαστερ Χάουζ (αν δεν σφάλλομαι) τελικά υπογράφτηκε η επάρατη συμφωνία, που επιστρέφοντας ο Μακάριος έπρεπε να υποκριθεί στον λαό πως ήταν ικανοποιητική. 

Το βράδυ η ελλαδική αντιπροσωπεία έδωσε εορταστική δεξίωση με σαμπάνιες, στην αίθουσα των κατόπτρων του Κλάριτζες. Δεν βλέπω τον Μακάριο στην εικόνα της μνήμης μου. Βλέπω το επεισόδιο που σημειώθηκε στον πανηγυρικό του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν τον διέκοψε ο υπογραφόμενος δημοσιογράφος με την φράση «Οι Τούρκοι πρέπει να πανηγυρίζουν τώρα…». 

Η φράση δεν ολοκληρώθηκε, ο πρωθυπουργός τον άρπαξε από τα πέτα, φωνάζοντας για «μικρούς ανθρώπους που επιχειρούν να μειώσουν μιαν μεγάλη ιστορική στιγμή.» Οι άλλοι παρόντες δημοσιογράφοι έκαναν βήματα αλληλεγγύης προς τον σειόμενο συνάδελφό τους, ο πρωθυπουργός ηρέμησε, χτύπησε τον αυθάδη νέο φιλικά στην πλάτη: «Εσύ ποιας εφημερίδας είσαι, ρε;» Στην «Ελευθερία» δεν στάλθηκε αυτό το συμβάν. Το είδα αργότερα δημοσιευμένο στα «Νέα». 

Ψιλόβρεχε εκείνη τη νύχτα. Από το Κλάριτζες στην οικογενειακή εστία, μισή ώρα πεζοπορίας περίπου: Park Lane μέχρι Μarble Arch και στροφή στην Εdgewear Road μέχρι την γωνία της George Street, με την γραφομηχανή Ηermes στο χέρι, ένα τόνο βάρος στα πόδια και στην καρδιά, με υγρό το πρόσωπο από την βροχή και τον θρήνο για τον θάνατο ενός νεανικού ονείρου. 

Του ονείρου για μιαν ελληνικήν αναγέννηση, σε μεγαλύτερη κλίμακα αυτής που ακολούθησε την ένωση της Κρήτης με Βενιζέλο, με ενωμένους τους ΄Ελληνες στην εθνική χειραφέτηση και την κατάκτηση ενός μέλλοντος ελευθερίας, δημοκρατίας, αξιοπρέπειας. 

Νικήθηκε και συντρίφτηκε από αυτούς που μας ήθελαν -και αυτούς που βολεύονταν έτσι- το κράτος της Ψωροκώσταινας, της διχόνοιας, της μιζέριας και της κομπίνας, έτσι που μας περιέγραφαν τότε οι Τάϊμς, το γραφικό μπουλούκι –παλιά με τσαρούχια και φουστανέλες, τότε με φράγκικα- κάτω από την Ακρόπολη, σύμβολο ενός πολιτισμού του οποίου νόμιμοι πλέον πνευματικοί κληρονόμοι είναι οι σπουδαγμένοι σε Οξφόρδη και Κέμπριτζ (και Χάρβαρντ και Γαίηλ) Αγγλοσάξωνες. 

* * * * *

 Μένει το θέμα του πρεσβευτή, που φροντίζει ο ερευνητής-ιστορικός κ. Παπαναστασίου. Είναι γεγονός ότι ο αείμνηστος Αλέξανδρος Ξύδης, τότε σύμβουλος Τύπου της Πρεσβείας, αργότερα Πρέσβης και φίλος μου ως το τέλος, από τότε και επί χρόνια αργότερα με διαβεβαίωνε πως ο Γιώργος Σεφέρης ήταν αντίθετος με τις συμφωνίες που υπέγραφαν. Και είναι επίσης γεγονός ότι ο ίδιος δεν αναμείχθηκε στις αθλιότητες που διαπράχθηκαν στην συνέχεια. Ωστόσο το ερώτημα παραμένει: 

Γιατί αυτός, ο ποιητής, με τα αυξημένης ευαισθησίας κριτήρια πατρίδας, ιστορίας, χρέους, τιμής, δεν παραιτήθηκε σε εκείνη την κρίσιμη για το ΄Εθνος ιστορική στιγμή –χειρονομία που μπορεί να έκρινε και την λύση του δράματος;



ΟΙΜΟΣ-ΑΘΗΝΑ


Την απάντηση δίνει ο ίδιος ο ποιητής στο ποίημά του «Σαλαμίνα της Κύπρος» που έγραψε τον Νοέμβριο του 1953

«Τώρα καλύτερα να λησμονήσουμε πάνω σε τούτα τα χαλίκια· δε φελά να μιλάμε· τη γνώμη των δυνατών ποιός θα μπορέσει να τη γυρίσει; ποιός θα μπορέσει ν' ακουστεί; Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων».

Ο Σεφέρης άλλωστε είχε βρει άλλο τρόπο ουσιαστικώτερο να βοηθά την Κύπρο. Σύμφωνα με μαρτυρίες Κυπρίων μετέφερε προσωπικά (με την ασφάλεια της διπλωματικής του ασυλίας) όπλα στην ΕΟΚΑ!





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου